- δρύινος
- -η, -οφτιαγμένος από ξύλο βελανιδιάς: Παραγγείλαμε στο μαραγκό δρύινα έπιπλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δρύινος — δρύϊνος , δρύινος oaken masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρύινος — η, ο (AM δρύϊνος, ον) ο φτιαγμένος από βαλανιδιά νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δρύινος 1. μικρό υμενόπτερο έντομο 2. ανιοβόλο φίδι τής νοτιοανατολικής Ασίας φρ. «δρύϊνον πῡρ» φωτιά από ξύλα βαλανιδιάς … Dictionary of Greek
δρυίνα — δρυΐνᾱ , δρύινος oaken fem nom/voc/acc dual δρυΐνᾱ , δρύινος oaken fem nom/voc sg (doric aeolic) δρυίνᾱ , δρυίνας serpent living in hollow oaks masc nom/voc/acc dual δρυίνᾱ , δρυίνας serpent living in hollow oaks masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυίνας — δρυΐνᾱς , δρύινος oaken fem acc pl δρυΐνᾱς , δρύινος oaken fem gen sg (doric aeolic) δρυίνᾱς , δρυίνας serpent living in hollow oaks masc acc pl δρυίνᾱς , δρυίνας serpent living in hollow oaks masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυίνων — δρυΐνων , δρύινος oaken fem gen pl δρυΐνων , δρύινος oaken masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρύινον — δρύϊνον , δρύινος oaken masc acc sg δρύϊνον , δρύινος oaken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Berindeter Seitling — (Pleurotus dryinus) Systematik Klasse: Ständerpilze (Basidiomycetes) Unterklasse … Deutsch Wikipedia
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
δρένιος — ια, ιο και ντρένιος, ια, ιο 1. δρύινος 2. άμυαλος, αναίσθητος, ασυνείδητος … Dictionary of Greek
δρυοπαγής — δρυοπαγής, ές (AM) δρύινος … Dictionary of Greek